- Ἀλκμέων'
- Ἀλκμέωνα , Ἀλκμέωνmasc acc sgἈλκμέωνι , Ἀλκμέωνmasc dat sgἈλκμέωνε , Ἀλκμέωνmasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀλκμέων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλκμέων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Αργείος. Γιος του μάντη Αμφιάραου και της Εριφύλης, αδελφός του Αμφίλοχου. Σκότωσε τη μητέρα του εκτελώντας εντολή του πατέρα του, ο οποίος πριν ξεκινήσει για την εκστρατεία των Επτά επί Θήβας, που ήξερε πως θα … Dictionary of Greek
Αλκμέων ή Αλκμαίων — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και στρατιωτικός, γιος του Μεγακλή. Ανήκε στο γένος των Αλκμεωνιδών. Απέκτησε μεγάλο κύρος στους ιερείς των Δελφών, όταν ως στρατηγός των Αθηναίων και σε συμμαχία με τον τύραννο της Σικυώνας Κλεισθένη και τον… … Dictionary of Greek
Αλκμέων ή Αλκμαίων ο Κροτωνιάτης — (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Φυσιοδίφης και φιλόσοφος. Προσδιόρισε πρώτος τη σημασία του εγκεφάλου ως κέντρου των αισθήσεων και των πνευματικών λειτουργιών και πραγματοποίησε έτσι ένα τεράστιο βήμα στην περιοχή της φυσιογνωσίας. Δέχτηκε… … Dictionary of Greek
Ἀλκμέωνα — Ἀλκμέων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκμέωνας — Ἀλκμέων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκμέωνι — Ἀλκμέων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκμέωνος — Ἀλκμέων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Achaios aus Eretria — (* um 484 v. Chr.; † vor 406 v. Chr.) war ein griechischer Tragödiendichter, von dem nur wenige Fragmente erhalten sind. Leben und Wirken Über sein Wirken sind wir nur aus vereinzelten Angaben bei Athenaios sowie durch eine Vita der… … Deutsch Wikipedia
Θησείδαι — Θησεῑδαι, οἱ (Α) οι απόγονοι τού Θησέως, δηλ. οι Αθηναίοι («δεινὰ δὲ Θησειδᾱν ἀκμά» είναι φοβερή η ανδρεία τών απογόνων τού Θησέως, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θησεύς + κατάλ. ίδης, δηλωτική τής καταγωγής (πρβλ. Αλκμεων ίδης, λαγω ίδης)] … Dictionary of Greek